Βασικοί κανόνες υπολογισμού για το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα των επαγγελματιών

Βρισκόμαστε μπροστά σε μια εκ των μεγαλύτερων φορολογικών μεταρρυθμίσεων που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια και στο επίκεντρο αυτής βρίσκεται η φορολόγηση των επιτηδευματιών και των ελευθέρων επαγγελματιών. Γενικότερα, θα μεταβληθεί ο τρόπος φορολόγησής τους, με τη θέσπιση κάποιων αντικειμενικών κριτηρίων, σύμφωνα με τα οποία -βάσει συγκεκριμένων παραμέτρων- θα λογίζεται το ελάχιστο κέρδος από την επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Ασχέτως αν αυτό προκύπτει ή όχι από τα βιβλία τους.
Η ελάχιστη αμοιβή δεν μπορεί να υπολείπεται του μεγαλύτερου μεταξύ:
α) του ελάχιστου (βασικού) μισθού προσαυξημένου κατά 10% για κάθε 3 χρόνια εργασίας ως αυτοαπασχολούμενος, μετά τα 3 πρώτα έτη και
β) του ανώτερου ετήσιου μισθού (έως 30.000 ευρώ) που ο ελεύθερος επαγγελματίας καταβάλλει στο προσωπικό του
Η ελάχιστη αμοιβή, όπως αυτή προσδιορίζεται πιο πάνω, προσαυξάνεται με 2 τρόπους, σωρευτικά:
Α. με ένα ποσό ίσο με το 10% του ετήσιου κόστους μισθοδοσίας (μισθός, εργοδοτικές εισφορές, παροχές σε είδος) του προσωπικού που ο αυτοαπασχολούμενος απασχολεί στην επιχείρησή του, με ανώτατο όριο τις 15.000€.
Β. με ένα συντελεστή όταν ο ετήσιος τζίρος του αυτοαπασχολούμενου είναι σημαντικά μεγαλύτερος από το μέσο όρου του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ:
• 35% για όσους ο ετήσιος τζίρος είναι μεγαλύτερος του 100% του μέσου όρου του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ των μεγαλύτερων εσόδων
• 70% για όσους ο ετήσιος τζίρος είναι μεγαλύτερος του 150% του μέσου όρου του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ των μεγαλύτερων εσόδων
• 100% για όσους ο ετήσιος τζίρος είναι μεγαλύτερος του 200% του μέσου όρου του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ των μεγαλύτερων εσόδων, με ανώτατο όριο τις 50.000 ευρώ.